Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vibratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vibraˈtore]

1 βομβητής
2 δονητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vibrato vibratorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vibrare (ρ. μτβ.)
vibratezza (θηλ.ουσ)
vibratile (επίθ.)
vibrato (ουσ αρσ )
vibrato (επίθ.)
vibratore (ουσ αρσ )
vibratorio (επίθ.)
vibrazione (θηλ.ουσ)
vibrione (ουσ αρσ )
vibrissa (θηλ.ουσ)
vibrografo (ουσ αρσ )
vibromassaggiatore (ουσ αρσ )
vibrotrasportatore (ουσ αρσ )
vibrovaglio (ουσ αρσ )
viburno (ουσ αρσ )
vicaria (θηλ.ουσ)
vicariale (επίθ.)
vicariante (επίθ.)
vicariato (ουσ αρσ )
vicario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---