Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόviàtico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [viˈatiko] 1 μετάληψη ετοιμοθάνατου 2 εφόδιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |