Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vialétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viaˈletto]

μονοπάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  viale viario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viaggiante (επίθ.)
viaggiare (ρ.αμτβ.)
viaggiatore (ουσ αρσ )
viaggio (ουσ αρσ )
viale (ουσ αρσ )
vialetto (ουσ αρσ )
viario (επίθ.)
viatico (ουσ αρσ )
viatore (ουσ αρσ )
viavai (ουσ αρσ )
vibrafonista (ουσ αρσ και θηλ.)
vibrafono (ουσ αρσ )
vibrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vibrare (ρ.αμτβ.)
vibrare (ρ. μτβ.)
vibratezza (θηλ.ουσ)
vibratile (επίθ.)
vibrato (ουσ αρσ )
vibrato (επίθ.)
vibratore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---