Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόviaggiànte, viaggiànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vjadˈʤante], [viadˈʤante] 1 ταξιδεύων 2 ταξιδιωτικός 3 περιοδεύων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |