Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


viàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viˈabile]

1 κατορθωτός
2 διαβατός
3 εφαρμόσιμος
4 εκτελεστός
5 δυνατός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  via viabilista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vi (αντων.)
via (ουσ αρσ )
via (θηλ.ουσ)
via (επίρ.)
via (επιφ.)
viabile (επίθ.)
viabilista (επίθ.)
viabilistico (επίθ.)
viabilità (θηλ.ουσ)
viadotto (ουσ αρσ )
viaggiante (επίθ.)
viaggiare (ρ.αμτβ.)
viaggiatore (ουσ αρσ )
viaggio (ουσ αρσ )
viale (ουσ αρσ )
vialetto (ουσ αρσ )
viario (επίθ.)
viatico (ουσ αρσ )
viatore (ουσ αρσ )
viavai (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---