Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìa
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvia] σήμα εκκίνησης vìa ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvia] 1 η οδός 2 (strada) ο δρόμος vìa επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈvia] μέσω vìa επιφώνημα Προσφορά I.P.A.: [ˈvia] 1 βιάσου! 2 πάμε! 3 έλα! 4 δρόμο! 5 ουστ! 6 έξω! permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαandarsene, andare via = φεύγω || buttare via = πετώ || gettare via = απορρίπτω || mandare via = διώχνω || (κρύπτω) mettere via = (riporre) ξαναβάζω || paesi [αρσ. πλυθ.] in via di sviluppo = οι υπό ανάπτιξη χώρες [f.] || per via aerea = αεροπορικώς || via satellite = δορυφορικός [-ή, -ό] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |