Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vezzosa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vetˈtsosa], [vetˈtsoza]

1 τσακίστρα
2 σκερτσόζα
3 γόησσα
4 χαδούσα
5 καμωματού
6 ναζιάρα
7 ναζού
8 μπιρμπίλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vezzo vezzosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vetustà (θηλ.ουσ)
vetusto (επίθ.)
vezzeggiamento (ουσ αρσ )
vezzeggiativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vezzo (ουσ αρσ )
vezzosa (θηλ.ουσ)
vezzosamente (επίρ.)
vezzosità (θηλ.ουσ)
vezzoso (αρσ. επίθ και ουσ)
vi (αντων.)
via (ουσ αρσ )
via (θηλ.ουσ)
via (επίρ.)
via (επιφ.)
viabile (επίθ.)
viabilista (επίθ.)
viabilistico (επίθ.)
viabilità (θηλ.ουσ)
viadotto (ουσ αρσ )
viaggiante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---