Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vézzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvettso]

1 θέλγητρο
2 συνήθεια
3 κολιέ
4 περιδέραιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vezzeggiativo vezzosa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vetturino (ουσ αρσ )
vetustà (θηλ.ουσ)
vetusto (επίθ.)
vezzeggiamento (ουσ αρσ )
vezzeggiativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vezzo (ουσ αρσ )
vezzosa (θηλ.ουσ)
vezzosamente (επίρ.)
vezzosità (θηλ.ουσ)
vezzoso (αρσ. επίθ και ουσ)
vi (αντων.)
via (ουσ αρσ )
via (θηλ.ουσ)
via (επίρ.)
via (επιφ.)
viabile (επίθ.)
viabilista (επίθ.)
viabilistico (επίθ.)
viabilità (θηλ.ουσ)
viadotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---