Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vettovagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [vettovaʎˈʎare]

1 επισιτίζω
2 τροφοδοτώ
3 εφοδιάζω
4 εφοδιάζω με τρόφιμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vettovagliamento vettura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vettore (ουσ αρσ )
vettore (επίθ.)
vettoriale (επίθ.)
vettovaglia (θηλ.ουσ)
vettovagliamento (ουσ αρσ )
vettovagliare (ρ. μτβ.)
vettura (θηλ.ουσ)
vetturetta (θηλ.ουσ)
vetturino (ουσ αρσ )
vetustà (θηλ.ουσ)
vetusto (επίθ.)
vezzeggiamento (ουσ αρσ )
vezzeggiativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vezzo (ουσ αρσ )
vezzosa (θηλ.ουσ)
vezzosamente (επίρ.)
vezzosità (θηλ.ουσ)
vezzoso (αρσ. επίθ και ουσ)
vi (αντων.)
via (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---