Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vettovàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vettoˈvaʎʎa]

1 τρόφιμα
2 τροφές
3 προμήθειες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vettoriale vettovagliamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vetroso (επίθ.)
vetta (θηλ.ουσ)
vettore (ουσ αρσ )
vettore (επίθ.)
vettoriale (επίθ.)
vettovaglia (θηλ.ουσ)
vettovagliamento (ουσ αρσ )
vettovagliare (ρ. μτβ.)
vettura (θηλ.ουσ)
vetturetta (θηλ.ουσ)
vetturino (ουσ αρσ )
vetustà (θηλ.ουσ)
vetusto (επίθ.)
vezzeggiamento (ουσ αρσ )
vezzeggiativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vezzo (ουσ αρσ )
vezzosa (θηλ.ουσ)
vezzosamente (επίρ.)
vezzosità (θηλ.ουσ)
vezzoso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---