Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvetróso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [veˈtroso], [veˈtrozo] 1 γυάλινος 2 υαλώδης 3 υαλοειδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |