Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvettóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vetˈtore] 1 διάνυσμα 2 μεταφορέας 3 άνυσμα 4 όχημα 5 φορέας vettóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vetˈtore] 1 διανυσματικός 2 ανυσματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |