Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvettovagliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vettovaʎʎaˈmento] 1 τροφοδοσία 2 εφοδιασμός 3 επισιτισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |