ItalianoGreco


vétro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvetro]

το τζάμι, το γυαλί


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carta [θηλ.] vetro = το γυαλόχαρτο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---