Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vetrificànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vetrifiˈkante]

υαλοποιητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vetrificabile vetrificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vetrato (ουσ αρσ )
vetrato (επίθ.)
vetreria (θηλ.ουσ)
vetrice (ουσ αρσ και θηλ.)
vetrificabile (επίθ.)
vetrificante (αρσ. επίθ και ουσ)
vetrificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vetrificarsi (ρ.μ. (αντων.))
vetrificazione (θηλ.ουσ)
vetrina (θηλ.ουσ)
vetrinista (ουσ αρσ )
vetrinistica (θηλ.ουσ)
vetrino (ουσ αρσ )
vetrioleggiare (ρ. μτβ.)
vetriolo (ουσ αρσ )
vetro (ουσ αρσ )
vetrocemento (ουσ αρσ )
vetrocromia (θηλ.ουσ)
vetrofania (θηλ.ουσ)
vetroflex (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---