Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvetràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [veˈtrato] 1 καλυμμένος με λεπτό στρώμα πάγου 2 λεπτό στρώμα πάγου vetràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [veˈtrato] γυάλινος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcarta [θηλ.] vetrata = το γυαλόχαρτο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |