Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vetràrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [veˈtrarjo]

1 υαλουργικός
2 ο των υαλικών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vetrame vetrata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veterinaria (θηλ.ουσ)
veterinario (ουσ αρσ )
veto (ουσ αρσ )
vetraio (ουσ αρσ )
vetrame (ουσ αρσ )
vetrario (επίθ.)
vetrata (θηλ.ουσ)
vetrato (ουσ αρσ )
vetrato (επίθ.)
vetreria (θηλ.ουσ)
vetrice (ουσ αρσ και θηλ.)
vetrificabile (επίθ.)
vetrificante (αρσ. επίθ και ουσ)
vetrificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vetrificarsi (ρ.μ. (αντων.))
vetrificazione (θηλ.ουσ)
vetrina (θηλ.ουσ)
vetrinista (ουσ αρσ )
vetrinistica (θηλ.ουσ)
vetrino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---