Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riconvocazióne (θηλ.ουσ) ricórrere (ρ. μτβ.)
ricopèrto (ουσ αρσ ) ricórso (ουσ αρσ )
ricopèrto (επίθ.) ricostituènte (ουσ αρσ )
ricopertùra (θηλ.ουσ) ricostituènte (επίθ.)
ricopiàre (ρ. μτβ.) ricostituìre (ρ. μτβ.)
ricopiatùra (θηλ.ουσ) ricostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricoprìbile (επίθ.) ricostituìto (επίθ.)
ricopriménto (ουσ αρσ ) ricostituzióne (θηλ.ουσ)
ricoprìre (ρ. μτβ.) ricostruìre (ρ. μτβ.)
ricoprìrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) ricostruttìvo (επίθ.)
ricordàbile (επίθ.) ricostruttóre (αρσ. επίθ και ουσ)
ricordànza (θηλ.ουσ) ricostruzióne (θηλ.ουσ)
ricordàre (ρ. μτβ.) ricòtta (θηλ.ουσ)
ricordarsi (ρ.μ. (αντων.)) ricottàio (ουσ αρσ )
ricordévole (επίθ.) ricòtto (αρσ. επίθ και ουσ)
ricordìno (ουσ αρσ ) ricottùra (θηλ.ουσ)
ricòrdo (ουσ αρσ ) ricoveràre (ρ. μτβ.)
ricoricàre (ρ. μτβ.) ricoverarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricoricarsi (ρ.μ. (αντων.)) ricoveràto (ουσ αρσ )
ricorrèggere (ρ. μτβ.) ricoveràto (επίθ.)
ricorreggersi (ρ.μ. (αντων.)) ricóvero, ricòvero (ουσ αρσ )
ricorrènte (ουσ αρσ και θηλ.) ricreàre (ρ. μτβ.)
ricorrènte (επίθ.) ricrearsi (ρ.μ. (αντων.))
ricorrènza (θηλ.ουσ) ricreatìvo (επίθ.)
ricórrere (ρ.αμτβ.) ricreatòrio (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: