Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

renìccio (ουσ αρσ ) repènte (επίρ.)
renifórme (επίθ.) repentinità (θηλ.ουσ)
renìna (θηλ.ουσ) repentìno (επίθ.)
rènio (ουσ αρσ ) reperìbile (επίθ.)
renitènte (ουσ αρσ ) reperibilità (θηλ.ουσ)
renitènte (επίθ.) reperiménto (ουσ αρσ )
renitènza (θηλ.ουσ) reperìre (ρ. μτβ.)
rènna (θηλ.ουσ) repertàre (ρ. μτβ.)
Rèno (κύρ.όν. αρσ.) repèrto (αρσ. επίθ και ουσ)
renóso (επίθ.) repertòrio (ουσ αρσ )
rentrée (θηλ.ουσ) rèplica (θηλ.ουσ)
rèo (ουσ αρσ ) replicàbile (επίθ.)
rèo (επίθ.) replicàre (ρ. μτβ.)
reologìa (θηλ.ουσ) replicarsi (ρ.μ. (αντων.))
reòmetro (ουσ αρσ ) replicatìvo (επίθ.)
reostàtico (επίθ.) reportage (ουσ αρσ )
reòstato (ουσ αρσ ) reporter (ουσ αρσ και θηλ.)
reotropìsmo (ουσ αρσ ) reprensìbile (επίθ.)
repàrto (ουσ αρσ ) repressióne (θηλ.ουσ)
repêchage (ουσ αρσ ) repressìvo (επίθ.)
repellènte (αρσ. επίθ και ουσ) reprèsso (αρσ. επίθ και ουσ)
repellènza (θηλ.ουσ) repressóre (ουσ αρσ )
repèllere (ρ. μτβ. και αμετβ.) repressóre (επίθ.)
repentàglio (ουσ αρσ ) reprimènda (θηλ.ουσ)
repènte (επίθ.) reprìmere (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: