Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pinzatùra (θηλ.ουσ) pionierìsmo (ουσ αρσ )
pinzétta (θηλ. ουσ πληθ.) pionierìstico (επίθ.)
pinzillàcchera (θηλ.ουσ) pioppàia (θηλ.ουσ)
pinzimònio (ουσ αρσ ) pioppéto (ουσ αρσ )
pinzòchero (ουσ αρσ ) pioppìcolo (επίθ.)
pìo (επίθ.) pioppicoltóre (ουσ αρσ )
pìo (ονοματ.) pioppicoltùra (θηλ.ουσ)
piogenesi (θηλ.ουσ) pioppìno (αρσ. επίθ και ουσ)
piogènico (επίθ.) piòppo (ουσ αρσ )
pioggerèlla (θηλ.ουσ) piorrèa (θηλ.ουσ)
piòggia (θηλ.ουσ) piorròico (επίθ.)
piòlo (ουσ αρσ ) piòta (θηλ.ουσ)
piombàggine (θηλ.ουσ) piotàre (ρ. μτβ.)
piombàre (ρ.αμτβ.) piovàno (επίθ.)
piombàre (ρ. μτβ.) piovàsco (ουσ αρσ )
piombatóia (θηλ.ουσ) piòvere (ρ. απρ.)
piombatóio (ουσ αρσ ) piovigginàre (ρ.αμτβ.)
piombatùra (θηλ.ουσ) piovìggine (θηλ.ουσ)
piómbico (επίθ.) piovigginóso (επίθ.)
piombìfero (επίθ.) piovìschio (ουσ αρσ )
piombìno (ουσ αρσ ) pioviscolàre (ρ.αμτβ.)
piómbo (ουσ αρσ ) piovosità (θηλ.ουσ)
piombóso (επίθ.) piovóso (επίθ.)
pióne (ουσ αρσ ) piòvra (θηλ.ουσ)
pionière (ουσ αρσ ) pìpa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: