Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paleozòico (ουσ αρσ ) palificazióne (θηλ.ουσ)
paleozòico (επίθ.) palifrasìa (θηλ.ουσ)
paleozoologìa (θηλ.ουσ) palilalìa (θηλ.ουσ)
paleozoòlogo (ουσ αρσ ) palìna (θηλ.ουσ)
palermitàno (αρσ. επίθ και ουσ) palindròmico (επίθ.)
palesaménto (ουσ αρσ ) palìndromo (αρσ. επίθ και ουσ)
palesàre (ρ. μτβ.) palingènesi (θηλ.ουσ)
palesarsi (ρ.μ. (αντων.)) palinodìa (θηλ.ουσ)
palesatóre (ουσ αρσ ) palinsèsto (ουσ αρσ )
palése (επίθ.) pàlio (ουσ αρσ )
paleseménte (επίρ.) paliòtto (ουσ αρσ )
palestìna (θηλ.ουσ) palischérmo, palischèrmo (ουσ αρσ )
palestinése (ουσ αρσ ) palissàndro (ουσ αρσ )
palestinése (επίθ.) palizzàre (ρ. μτβ.)
palèstra (θηλ.ουσ) palizzàta (θηλ.ουσ)
palestrìta (ουσ αρσ ) pàlla (θηλ.ουσ)
paletnologìa (θηλ.ουσ) pallabàse (θηλ.ουσ)
paletnològico (επίθ.) pallacanèstro (θηλ.ουσ)
paletnòlogo (ουσ αρσ ) pallacòrda (θηλ.ουσ)
palétta (θηλ.ουσ) Pàllade (κύρ.όν. θηλ.)
palettàre (ρ. μτβ.) palladiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
palettàta (θηλ.ουσ) pallàdico (επίθ.)
palettatùra (θηλ.ουσ) pallàdio (ουσ αρσ )
palétto (ουσ αρσ ) pallàdio (επίθ.)
palificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) pallàio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: