Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈletto] 1 μάνταλο 2 μάνταλο πόρτας 3 σύρτης 4 παλούκι 5 πάσσαλος 6 ορθοστάτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |