Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palificàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [palifiˈkare]

πασσαλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paletto palificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paletta (θηλ.ουσ)
palettare (ρ. μτβ.)
palettata (θηλ.ουσ)
palettatura (θηλ.ουσ)
paletto (ουσ αρσ )
palificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palificazione (θηλ.ουσ)
palifrasia (θηλ.ουσ)
palilalia (θηλ.ουσ)
palina (θηλ.ουσ)
palindromico (επίθ.)
palindromo (αρσ. επίθ και ουσ)
palingenesi (θηλ.ουσ)
palinodia (θηλ.ουσ)
palinsesto (ουσ αρσ )
palio (ουσ αρσ )
paliotto (ουσ αρσ )
palischermo (ουσ αρσ )
palissandro (ουσ αρσ )
palizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---