Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palingènesi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [palinˈʤɛnezi]

1 ξανάνιωμα
2 μετεμψύχωση
3 αρχή νέας ζωής
4 ανανέωση
5 παλιγγενεσία
6 αναγέννηση
7 ανάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palindromo palinodia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palifrasia (θηλ.ουσ)
palilalia (θηλ.ουσ)
palina (θηλ.ουσ)
palindromico (επίθ.)
palindromo (αρσ. επίθ και ουσ)
palingenesi (θηλ.ουσ)
palinodia (θηλ.ουσ)
palinsesto (ουσ αρσ )
palio (ουσ αρσ )
paliotto (ουσ αρσ )
palischermo (ουσ αρσ )
palissandro (ουσ αρσ )
palizzare (ρ. μτβ.)
palizzata (θηλ.ουσ)
palla (θηλ.ουσ)
pallabase (θηλ.ουσ)
pallacanestro (θηλ.ουσ)
pallacorda (θηλ.ουσ)
Pallade (κύρ.όν. θηλ.)
palladiano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---