Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palischérmo, palischèrmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palisˈkermo], [palisˈkɛrmo]

1 ελαφρύ σκάφος κωπηλασίας
2 σκάφος κωπηλασίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paliotto palissandro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palingenesi (θηλ.ουσ)
palinodia (θηλ.ουσ)
palinsesto (ουσ αρσ )
palio (ουσ αρσ )
paliotto (ουσ αρσ )
palischermo (ουσ αρσ )
palissandro (ουσ αρσ )
palizzare (ρ. μτβ.)
palizzata (θηλ.ουσ)
palla (θηλ.ουσ)
pallabase (θηλ.ουσ)
pallacanestro (θηλ.ουσ)
pallacorda (θηλ.ουσ)
Pallade (κύρ.όν. θηλ.)
palladiano (αρσ. επίθ και ουσ)
palladico (επίθ.)
palladio (ουσ αρσ )
palladio (επίθ.)
pallaio (ουσ αρσ )
pallamaglio (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---