Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalischérmo, palischèrmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [palisˈkermo], [palisˈkɛrmo] 1 ελαφρύ σκάφος κωπηλασίας 2 σκάφος κωπηλασίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |