Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pallàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palˈlajo]

τόπος με πρασινάδα για υπαίθριο μπόουλινγκ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palladio pallamaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Pallade (κύρ.όν. θηλ.)
palladiano (αρσ. επίθ και ουσ)
palladico (επίθ.)
palladio (ουσ αρσ )
palladio (επίθ.)
pallaio (ουσ αρσ )
pallamaglio (ουσ αρσ και θηλ.)
pallamano (θηλ.ουσ)
pallamuro (θηλ.ουσ)
pallanuotista (ουσ αρσ και θηλ.)
pallanuoto (θηλ.ουσ)
pallata (θηλ.ουσ)
pallavolista (ουσ αρσ και θηλ.)
pallavolo (θηλ.ουσ)
palleggiamento (ουσ αρσ )
palleggiare (ρ. μτβ.)
palleggiatore (ουσ αρσ )
palleggio (ουσ αρσ )
pallet (ουσ αρσ )
pallettizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---