Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pallàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [palˈlata]

1 χτύπημα με μπάλα
2 μπαλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pallanuoto pallavolista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pallamaglio (ουσ αρσ και θηλ.)
pallamano (θηλ.ουσ)
pallamuro (θηλ.ουσ)
pallanuotista (ουσ αρσ και θηλ.)
pallanuoto (θηλ.ουσ)
pallata (θηλ.ουσ)
pallavolista (ουσ αρσ και θηλ.)
pallavolo (θηλ.ουσ)
palleggiamento (ουσ αρσ )
palleggiare (ρ. μτβ.)
palleggiatore (ουσ αρσ )
palleggio (ουσ αρσ )
pallet (ουσ αρσ )
pallettizzare (ρ. μτβ.)
pallettizzato (επίθ.)
pallettone (ουσ αρσ )
palliare (ρ. μτβ.)
palliativo (ουσ αρσ )
palliativo (επίθ.)
pallidamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---