Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palleggiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palledʤaˈtore]

1 παίκτης που κάνει ωραίες ή πολλές ντρίμπλες
2 ντριμπλαδόρος
3 ντριμπλέρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palleggiare palleggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pallata (θηλ.ουσ)
pallavolista (ουσ αρσ και θηλ.)
pallavolo (θηλ.ουσ)
palleggiamento (ουσ αρσ )
palleggiare (ρ. μτβ.)
palleggiatore (ουσ αρσ )
palleggio (ουσ αρσ )
pallet (ουσ αρσ )
pallettizzare (ρ. μτβ.)
pallettizzato (επίθ.)
pallettone (ουσ αρσ )
palliare (ρ. μτβ.)
palliativo (ουσ αρσ )
palliativo (επίθ.)
pallidamente (επίρ.)
pallidezza (θηλ.ουσ)
pallidiccio (επίθ.)
pallido (επίθ.)
palliduccio (επίθ.)
pallina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---