Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàllido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpallido]

ωχρός (-ή, -ό), χλωμός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pallidiccio palliduccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palliativo (ουσ αρσ )
palliativo (επίθ.)
pallidamente (επίρ.)
pallidezza (θηλ.ουσ)
pallidiccio (επίθ.)
pallido (επίθ.)
palliduccio (επίθ.)
pallina (θηλ.ουσ)
pallino (ουσ αρσ )
pallio (ουσ αρσ )
pallonaio (ουσ αρσ )
pallonata (θηλ.ουσ)
palloncino (ουσ αρσ )
pallone (ουσ αρσ )
pallonetto (ουσ αρσ )
pallore (ουσ αρσ )
pallottola (θηλ.ουσ)
pallottoliere (ουσ αρσ )
pallovale (θηλ.ουσ)
palma (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---