Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pallettóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palletˈtone]

εξέχουσες προσωπικότητες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pallettizzato palliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palleggiatore (ουσ αρσ )
palleggio (ουσ αρσ )
pallet (ουσ αρσ )
pallettizzare (ρ. μτβ.)
pallettizzato (επίθ.)
pallettone (ουσ αρσ )
palliare (ρ. μτβ.)
palliativo (ουσ αρσ )
palliativo (επίθ.)
pallidamente (επίρ.)
pallidezza (θηλ.ουσ)
pallidiccio (επίθ.)
pallido (επίθ.)
palliduccio (επίθ.)
pallina (θηλ.ουσ)
pallino (ουσ αρσ )
pallio (ουσ αρσ )
pallonaio (ουσ αρσ )
pallonata (θηλ.ουσ)
palloncino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---