ItalianoGreco


pallamàglio  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,pallaˈmaʎʎo]

παλιό παιχνίδι όπου μια μπάλα έπρεπε να περάσει από στεφάνι χτυπημένη από ρόπαλο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---