Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalizzàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [palitˈtsata] 1 περίφραξη 2 οχύρωμα με πασσάλους 3 φράχτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |