Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palizzàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [palitˈtsata]

1 περίφραξη
2 οχύρωμα με πασσάλους
3 φράχτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palizzare palla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palio (ουσ αρσ )
paliotto (ουσ αρσ )
palischermo (ουσ αρσ )
palissandro (ουσ αρσ )
palizzare (ρ. μτβ.)
palizzata (θηλ.ουσ)
palla (θηλ.ουσ)
pallabase (θηλ.ουσ)
pallacanestro (θηλ.ουσ)
pallacorda (θηλ.ουσ)
Pallade (κύρ.όν. θηλ.)
palladiano (αρσ. επίθ και ουσ)
palladico (επίθ.)
palladio (ουσ αρσ )
palladio (επίθ.)
pallaio (ουσ αρσ )
pallamaglio (ουσ αρσ και θηλ.)
pallamano (θηλ.ουσ)
pallamuro (θηλ.ουσ)
pallanuotista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---