Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palinsèsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palinˈsɛsto]

1 πάπυρος ή περγαμηνή όπου το αρχικό κείμενο σβήστηκε για να γραφτεί άλλο
2 περγαμηνή σβησμένη και γραμμένη από πάνω
3 παλίμψηστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palinodia palio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palina (θηλ.ουσ)
palindromico (επίθ.)
palindromo (αρσ. επίθ και ουσ)
palingenesi (θηλ.ουσ)
palinodia (θηλ.ουσ)
palinsesto (ουσ αρσ )
palio (ουσ αρσ )
paliotto (ουσ αρσ )
palischermo (ουσ αρσ )
palissandro (ουσ αρσ )
palizzare (ρ. μτβ.)
palizzata (θηλ.ουσ)
palla (θηλ.ουσ)
pallabase (θηλ.ουσ)
pallacanestro (θηλ.ουσ)
pallacorda (θηλ.ουσ)
Pallade (κύρ.όν. θηλ.)
palladiano (αρσ. επίθ και ουσ)
palladico (επίθ.)
palladio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---