Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palettatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [palettaˈtura]

πτερύγια (στροβίλου κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palettata paletto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paletnologico (επίθ.)
paletnologo (ουσ αρσ )
paletta (θηλ.ουσ)
palettare (ρ. μτβ.)
palettata (θηλ.ουσ)
palettatura (θηλ.ουσ)
paletto (ουσ αρσ )
palificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palificazione (θηλ.ουσ)
palifrasia (θηλ.ουσ)
palilalia (θηλ.ουσ)
palina (θηλ.ουσ)
palindromico (επίθ.)
palindromo (αρσ. επίθ και ουσ)
palingenesi (θηλ.ουσ)
palinodia (θηλ.ουσ)
palinsesto (ουσ αρσ )
palio (ουσ αρσ )
paliotto (ουσ αρσ )
palischermo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---