Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palesàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [paleˈzare]

1 ξεσκεπάζω
2 εκδηλώνω
3 φανερώνω
4 ξεφανερώνω
5 διαλαλώ
6 βγάζω στη φόρα
7 αποκαλύπτω
8 δημοσιοποιώ
9 βγάζω τα άπλυτα στη φόρα

palesarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [paleˈzarsi]

1 εκδηλώνομαι
2 φανερώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palesamento palesatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paleozoico (επίθ.)
paleozoologia (θηλ.ουσ)
paleozoologo (ουσ αρσ )
palermitano (αρσ. επίθ και ουσ)
palesamento (ουσ αρσ )
palesare (ρ. μτβ.)
palesarsi (ρ.μ. (αντων.))
palesatore (ουσ αρσ )
palese (επίθ.)
palesemente (επίρ.)
palestina (θηλ.ουσ)
palestinese (ουσ αρσ )
palestinese (επίθ.)
palestra (θηλ.ουσ)
palestrita (ουσ αρσ )
paletnologia (θηλ.ουσ)
paletnologico (επίθ.)
paletnologo (ουσ αρσ )
paletta (θηλ.ουσ)
palettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---