Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palesatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palezaˈtore]

πρόσωπο που αποκαλύπτει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palesarsi palese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paleozoologo (ουσ αρσ )
palermitano (αρσ. επίθ και ουσ)
palesamento (ουσ αρσ )
palesare (ρ. μτβ.)
palesarsi (ρ.μ. (αντων.))
palesatore (ουσ αρσ )
palese (επίθ.)
palesemente (επίρ.)
palestina (θηλ.ουσ)
palestinese (ουσ αρσ )
palestinese (επίθ.)
palestra (θηλ.ουσ)
palestrita (ουσ αρσ )
paletnologia (θηλ.ουσ)
paletnologico (επίθ.)
paletnologo (ουσ αρσ )
paletta (θηλ.ουσ)
palettare (ρ. μτβ.)
palettata (θηλ.ουσ)
palettatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---