Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palestinése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palestiˈnese], [palestiˈneze]

1 Παλαιστίνιος
2 κάτοικος της Παλαιστίνης

palestinése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [palestiˈnese], [palestiˈneze]

ο της Παλαιστίνης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palestina palestra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palesarsi (ρ.μ. (αντων.))
palesatore (ουσ αρσ )
palese (επίθ.)
palesemente (επίρ.)
palestina (θηλ.ουσ)
palestinese (ουσ αρσ )
palestinese (επίθ.)
palestra (θηλ.ουσ)
palestrita (ουσ αρσ )
paletnologia (θηλ.ουσ)
paletnologico (επίθ.)
paletnologo (ουσ αρσ )
paletta (θηλ.ουσ)
palettare (ρ. μτβ.)
palettata (θηλ.ουσ)
palettatura (θηλ.ουσ)
paletto (ουσ αρσ )
palificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palificazione (θηλ.ουσ)
palifrasia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---