Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paletnologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,paletnoloˈʤia]

παλαιο-εθνολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palestrita paletnologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palestina (θηλ.ουσ)
palestinese (ουσ αρσ )
palestinese (επίθ.)
palestra (θηλ.ουσ)
palestrita (ουσ αρσ )
paletnologia (θηλ.ουσ)
paletnologico (επίθ.)
paletnologo (ουσ αρσ )
paletta (θηλ.ουσ)
palettare (ρ. μτβ.)
palettata (θηλ.ουσ)
palettatura (θηλ.ουσ)
paletto (ουσ αρσ )
palificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palificazione (θηλ.ουσ)
palifrasia (θηλ.ουσ)
palilalia (θηλ.ουσ)
palina (θηλ.ουσ)
palindromico (επίθ.)
palindromo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---