Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orgàsmo (ουσ αρσ ) origàmi, orìgami (ουσ αρσ )
òrgia (θηλ.ουσ) orìgano (ουσ αρσ )
orgiàsta (ουσ αρσ και θηλ.) Orìgene (κύρ.όν.)
orgiàstico (επίθ.) originàle (ουσ αρσ και θηλ.)
orgóglio, orgòglio (ουσ αρσ ) originàle (επίθ.)
orgogliosaménte (επίρ.) originalità (θηλ.ουσ)
orgogliòso (επίθ.) originalménte (επίρ.)
oricàlco (ουσ αρσ ) originàre (ρ.αμτβ.)
òrice (ουσ αρσ ) originàre (ρ. μτβ.)
oricèllo (ουσ αρσ ) originarsi (ρ.μ. (αντων.))
orientàbile (επίθ.) originariaménte (επίρ.)
orientàle (επίθ.) originàrio (επίθ.)
orientaleggiànte (επίθ.) orìgine (θηλ.ουσ)
orientalìsmo (ουσ αρσ ) origliàre (ρ.αμτβ.)
orientalìsta (ουσ αρσ και θηλ.) origlière (ουσ αρσ )
orientalìstica (θηλ.ουσ) orìna (θηλ.ουσ)
orientaménto (ουσ αρσ ) orinàle (ουσ αρσ )
orientàre (ρ. μτβ.) orinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
orientàrsi (ρ. μ. αμτβ.) orinàrio (επίθ.)
orientatìvo (επίθ.) orinàta (θηλ.ουσ)
orientazióne (θηλ.ουσ) orinatóio (ουσ αρσ )
oriènte (αρσ. επίθ και ουσ) oriòlo (ουσ αρσ )
orifiàmma (θηλ.ουσ) Orióne (κύρ.όν. αρσ.)
orifìcio (ουσ αρσ ) orittèropo (ουσ αρσ )
orifìzio (ουσ αρσ ) orittolago (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: