Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nutrìce (θηλ.ουσ) obbligàre (ρ. μτβ.)
nutriènte (αρσ. επίθ και ουσ) obbligarsi (ρ.μ. (αντων.))
nutriménto (ουσ αρσ ) obbligataménte (επίρ.)
nutrìre (ρ. μτβ.) obbligatàrio (ουσ αρσ )
nutritìvo (επίθ.) obbligàto (ουσ αρσ )
nutrìto (επίθ.) obbligàto (επίθ.)
nutritóre (αρσ. επίθ και ουσ) obbligatorietà (θηλ.ουσ)
nutrizionàle (επίθ.) obbligatòrio (επίθ.)
nutrizióne (θηλ.ουσ) obbligazionàrio (επίθ.)
nutrizionìsta (ουσ αρσ και θηλ.) obbligazióne (θηλ.ουσ)
nùvola (θηλ.ουσ) obbligazionìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
nuvolàglia (θηλ.ουσ) òbbligo (ουσ αρσ )
nùvolo (ουσ αρσ ) obbròbrio (ουσ αρσ )
nùvolo (επίθ.) obbrobriosaménte (επίρ.)
nuvolosità (θηλ.ουσ) obbrobriosità (θηλ.ουσ)
nuvolóso (επίθ.) obbrobrióso (επίθ.)
nuziàle (επίθ.) obelìsco (ουσ αρσ )
nuzialità (θηλ.ουσ) oberàre (ρ. μτβ.)
nylon (ουσ αρσ ) oberàto (επίθ.)
ó (σύνδ.) obesità (θηλ.ουσ)
ó (επιφ.) obèso (ουσ αρσ )
òasi (θηλ.ουσ) obèso (επίθ.)
obbedìre (ρ.αμτβ.) òbice (ουσ αρσ )
obbiettàre (ρ. μτβ.) obiettàre (ρ.αμτβ.)
obbligànte (επίθ.) obiettivaménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: