Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mascheraménto (ουσ αρσ ) mascolinizzàre (ρ. μτβ.)
mascheràre (ρ. μτβ.) mascolinizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
mascherarsi (ρ.μ. (αντων.)) mascolinizzazióne (θηλ.ουσ)
mascheràta (θηλ.ουσ) mascolìno (επίθ.)
mascheràto (επίθ.) mascóne (ουσ αρσ )
mascheratùra (θηλ.ουσ) mascotte (θηλ.ουσ)
mascherìna (θηλ.ουσ) maser (ουσ αρσ )
mascheróne (ουσ αρσ ) masnàda (θηλ.ουσ)
maschétta (θηλ.ουσ) masnadière (ουσ αρσ )
maschiàccio (ουσ αρσ ) masnadièro (ουσ αρσ )
maschiàre (ρ. μτβ.) màso (ουσ αρσ )
maschiatrìce (θηλ.ουσ) masochìsmo (ουσ αρσ )
maschiatùra (θηλ.ουσ) masochìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
maschiétta (θηλ.ουσ) masochìstico (επίθ.)
maschiettàre (ρ. μτβ.) masonìte (θηλ.ουσ)
maschiétto (ουσ αρσ ) màssa (θηλ.ουσ)
maschiézza (θηλ.ουσ) massacrànte (επίθ.)
maschìle (ουσ αρσ ) massacràre (ρ. μτβ.)
maschìle (επίθ.) massacratóre (αρσ. επίθ και ουσ)
maschilìsmo (ουσ αρσ ) massàcro (ουσ αρσ )
maschilìsta (ουσ αρσ ) massaggiàre (ρ. μτβ.)
maschilìsta (επίθ.) massaggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
màschio (ουσ αρσ ) massaggiatrìce (θηλ.ουσ)
màschio (επίθ.) massàggio (ουσ αρσ )
mascolinità (θηλ.ουσ) massàia (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: