Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmascheràta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maskeˈrata] 1 μεταμφίεση 2 αλλαγή στην αμφίεση 3 μασκαράτα 4 μασκάρεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |