Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaschìle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [masˈkile] αρσενικό γένος maschìle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [masˈkile] αρσενικός (-ή, -ό), ανδρικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |