Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mascolinizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maskoliniddzatˈtsjone]

1 ενηλικίωση αγοριού
2 αντρείωμα
3 άντρεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mascolinizzarsi mascolino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maschio (ουσ αρσ )
maschio (επίθ.)
mascolinità (θηλ.ουσ)
mascolinizzare (ρ. μτβ.)
mascolinizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
mascolinizzazione (θηλ.ουσ)
mascolino (επίθ.)
mascone (ουσ αρσ )
mascotte (θηλ.ουσ)
maser (ουσ αρσ )
masnada (θηλ.ουσ)
masnadiere (ουσ αρσ )
masnadiero (ουσ αρσ )
maso (ουσ αρσ )
masochismo (ουσ αρσ )
masochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
masochistico (επίθ.)
masonite (θηλ.ουσ)
massa (θηλ.ουσ)
massacrante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---