Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmascolinizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maskoliniddzatˈtsjone] 1 ενηλικίωση αγοριού 2 αντρείωμα 3 άντρεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |