Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


masochìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mazoˈkizmo]

Μαζοχισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maso masochista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maser (ουσ αρσ )
masnada (θηλ.ουσ)
masnadiere (ουσ αρσ )
masnadiero (ουσ αρσ )
maso (ουσ αρσ )
masochismo (ουσ αρσ )
masochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
masochistico (επίθ.)
masonite (θηλ.ουσ)
massa (θηλ.ουσ)
massacrante (επίθ.)
massacrare (ρ. μτβ.)
massacratore (αρσ. επίθ και ουσ)
massacro (ουσ αρσ )
massaggiare (ρ. μτβ.)
massaggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
massaggiatrice (θηλ.ουσ)
massaggio (ουσ αρσ )
massaia (θηλ.ουσ)
massaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---