Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmassaggiatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [massadʤaˈtore] 1 χειρομαλάκτης 2 μασέρ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |