Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmasserìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [masseˈria] 1 κτήμα 2 φάρμα 3 αγρόκτημα 4 μούλκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |