Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmassificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [massifiˈkare] 1 παράγω τυποποιημένα προὶόντα 2 διαμορφώνω βάσει προτύπων 3 τυποποιώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |