Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


massificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [massifiˈkare]

1 παράγω τυποποιημένα προὶόντα
2 διαμορφώνω βάσει προτύπων
3 τυποποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  massiccio massificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

masseur (ουσ αρσ )
massicciare (ρ. μτβ.)
massicciata (θηλ.ουσ)
massiccio (ουσ αρσ )
massiccio (επίθ.)
massificare (ρ. μτβ.)
massificazione (θηλ.ουσ)
massima (θηλ.ουσ)
massimale (ουσ αρσ )
massimale (επίθ.)
massimalismo (ουσ αρσ )
massimalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
massimalistico (επίθ.)
massimamente (επίρ.)
massimario (ουσ αρσ )
massime (επίρ.)
massimizzare (ρ. μτβ.)
massimizzazione (θηλ.ουσ)
massimo (ουσ αρσ )
massimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---