Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàssimo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmassimo] το μέγιστο màssimo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈmassimo] 1 υπέρτατος 2 ύπατος 3 ευρισκόμενος στα ύψη 4 σημαντικότατος 5 κορυφαίος 6 πιο καλός 7 υπερβαρέων βαρών 8 απώτατος 9 πολύ μακρινός 10 ανώτατος 11 πάρα πολύ μεγάλος 12 μέγιστος 13 άκρος 14 ύψιστος 15 έσχατος 16 υπέρτατος 17 πλείστος 18 απώτατος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαal massimo = στη διαπασών, το πολύ-πολύ || in linea di massima = σε γενικές γραμμές Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |