Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmassóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [masˈsone] 1 τέκτονας 2 φραμασόνος 3 μασόνος 4 ελευθεροτέκτονας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |